θώρι

θώρι
το
-ιού
1. βλέμμα, ματιά.
2. όψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θώρι — το (Μ θώρι) όψη, θωριά νεοελλ. βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < θωρώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”